Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, το Περιμένοντας τον Γκοντό του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Σάμουελ Μπέκετ, παρουσιάζει στο Βασιλικό Θέατρο το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, δύο φίλοι (;), δυο clochards (;), δυο άνθρωποι εγκλωβισμένοι από επιλογή ή ανάγκη σε ένα έρημο, ξερό, γυμνό τοπίο με μόνη συντροφιά ένα δέντρο, κατάξερο κι αυτό και αδύναμο, περιμένουν. Και περιμένουν και περιμένουν και ροκανίζουν τον αμείλικτο, ανελέητο χρόνο που περνά γρήγορα ή δεν περνά αρκετά γρήγορα, που έτσι κι αλλιώς περνά με την ίδια ταχύτητα και δύναμη ό,τι κι αν κάνεις, που σε λυγίζει, που σε τρελαίνει. Και περιμένουν. Περιμένουν κι άλλο. Περιμένουν έναν μυστηριώδη κύριο, τον κύριο Γκοντό. Ο οποίος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του νεαρού αγγελιαφόρου του, του αγοριού που πράττει τα θελήματά του και μεταφέρει τα μηνύματα και τις εντολές του, έχει κατσίκες και πρόβατα κι έναν αχυρώνα. Κι ακόμα, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενα του αγοριού, ο κύριος Γκοντό άλλους τους αγαπά, όπως αυτό το αγόρι, κι άλλους τους τιμωρεί, όπως τον αδελφό του αγοριού. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει κανείς ακριβώς για ποιο λόγο γίνεται αυτή η διάκριση… Ο Ντιντί κι ο Γκογκό περιμένουν, κι όσο περιμένουν μιλούν, είναι «ανεξάντλητοι» όπως οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται. Περιμένουν και μιλούν. Θέλουν να φύγουν και δε μπορούν επειδή περιμένουν. Θέλουν να φύγουν (θέλουν;). Θέλουν να κρεμαστούν (θέλουν;). Και μένουν και περιμένουν και περιμένουν και μιλούν και μιλούν κι άλλο. Μα κάποιες φορές, έστω και για λίγο, έστω και για ελάχιστες στιγμές σιωπούν. Σκέφτονται. Προσπαθούν να αποφασίσουν. Προτείνουν λύσεις, ιδέες, παίζουν παιχνίδια για να περάσει η ώρα, να έρθει η νύχτα και μετά το ξημέρωμα. Οι δυο άντρες περιμένουν. Τον Γκοντό, αυτό(ν) που δεν έρχεται, αυτό(ν) που υποσχέθηκε –ή οι ίδιοι απλώς το νομίζουν- πως θα έρθει οπωσδήποτε –κάποια στιγμή, ίσως σήμερα, ίσως αύριο- να τους λυτρώσει ενδεχομένως όπως πιστεύουν ή ελπίζουν. Περιμένουν και επιθυμούν να φύγουν. Κάποιες στιγμές επιθυμούν να εγκαταλείψουν και τον Γκοντό αλλά και την ίδια την αναμονή. Και δελεάζονται να το πράξουν. Για κάποιες στιγμές. Αλλά αμέσως η σκέψη μιας πιθανής τιμωρίας από αυτόν τον μυστηριώδη κύριο τους επαναφέρει στην αρχική κατάσταση αναμονής, την οποία ίσως και ποτέ τελικά να μην ήθελαν να εγκαταλείψουν σοβαρά. Και περιμένουν. Περιμένουν. Και περιμένουν κι άλλο. Κι ακόμα περιμένουν…
Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο που εκφράζει με αριστουργηματικό τρόπο την αγωνία της ανθρώπινης ψυχής. Ο Μπέκετ κατόρθωσε αριστοτεχνικά, χωρίς πλοκή, χωρίς δράση, με απλή γλώσσα και επαναλαμβανόμενα λεκτικά μοτίβα να εκφράσει τους φόβους και τις ανασφάλειες του ανθρώπου και να μιλήσει για τα μεγάλα, τα σημαντικά ερωτήματα που ταλαιπωρούν και πληγώνουν τον άνθρωπο από την απαρχή της ύπαρξής του. Με όχημα τα απλά, καθημερινά λόγια δύο ανθρώπων, ο συγγραφέας διεισδύει στην ψυχή όλων μας φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με τις ανασφάλειες, τις φοβίες, τις πιο κρυφές ανομολόγητές μας σκέψεις, αλλά και τις αντοχές μας. Οι λέξεις του Μπέκετ, οι φράσεις που ξεστομίζουν ακατάπαυστα και ανελέητα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, αγγίζουν τα όρια της πίστης, της ανάγκης, της αφοσίωσης, της θλίψης. Οι δυο ήρωες σκέφτονται και καμιά φορά αφελώς θέτουν τα ερωτήματα, για τα οποία από πάντα η ανθρώπινη ψυχή και ο νους διψούν να μάθουν την απάντηση. Ο συγγραφέας, όμως, τελικά δεν απαντά. Ο κύριος Γκοντό δεν έρχεται. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν δε φεύγουν, δεν κρεμιούνται, δεν αλλάζουν τόπο και κατάσταση. Καθώς οι εξωτερικές συνθήκες είναι δεδομένες, ο τόπος, ο χρόνος, η ζωή και η ροή της, οι δυσκολίες, η πτώση, το αναπόφευκτο του θανάτου, ο άνθρωπος μόνος τελικά πρέπει να αποφασίσει για τον εαυτό του αν αυτός επιθυμεί να αλλάξει-αυτή άλλωστε είναι η μόνη σοβαρή και δυνατή επιλογή, να σκεφτεί και να επιλέξει εάν θα μείνει ή θα φύγει, αν θα περιμένει ή θα εγκαταλείψει, αν θα υπομείνει, αν θα προσαρμοστεί, αν θα υποταχθεί ή θα επαναστατήσει.
Έξοχο το σκηνικό της παράστασης που υπογράφει ο ταλαντούχος Κέννυ ΜακΛέλλαν. Υπέροχο το ξύλινο, ολοκληρωτικά φτιαγμένο από σανίδες μονοπάτι προς τα εμπρός, προς το κοινό του θεάτρου, προς το μέλλον αλλά, το οποίο, την ίδια στιγμή επεκτείνεται και προς τα πάνω, προς τον ουρανό, προς το άγνωστο, ίσως και προς το Θεό. Μεγάλο εικαστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιλογή του δέντρου με τον λευκό αδύναμο κορμό και τα λεπτά κλαράκια. Πολύ ενδιαφέρουσα η επιλογή η είσοδος και η έξοδος των Πότζο και Λάκυ να συνοδεύεται από ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ δυνατά φώτα στραμμένα κατευθείαν προς το κοινό μην επιτρέποντας ουσιαστικά σε κανέναν θεατή να αντικρίσει κατάματα τη δράση αυτή. Εξαιρετική η σκηνοθεσία του Γιάννη Αναστασάκη, ο οποίος απέσπασε από όλους τους ηθοποιούς του πολύ σπουδαίες ερμηνείες. Καταπληκτικοί οι Γιώργος Καύκας (Βλαδίμηρος), Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Εστραγκόν) και Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Πότζο), αλλά και ο Φούλης Μπουντούρουγλου που ερμηνεύει το αγόρι. Όμως, την παράσταση κλέβει με τις κινήσεις και τον «χορό», αλλά κυρίως με τον μονόλογό του ο νεαρός Θανάσης Ραφτόπουλος στο ρόλο του Λάκυ.
Μια παράσταση διαμάντι, ένα δώρο στο κοινό της Θεσσαλονίκης. Μην τη χάσετε.
Δελίνα Βασιλειάδη
There are no comments published yet.