Η εξαιρετική παράσταση-διαμάντι Αφέντης και Δούλος, μια θεατρική διασκευή της νουβέλας του Λέοντος Τολστόι Αφέντης και δούλος, ανεβαίνει στο Θέατρο Αθήναιον (Βασιλίσσης Όλγας 35, τηλέφωνο επικοινωνίας 2310832060) σε διασκευή και σκηνοθεσία του ταλαντούχου Γιώργου Νανούρη μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου κάθε Τετάρτη στις 20:00, κάθε Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:15 και κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 19:00 και στις 21:15, ενώ η διάρκεια της παράστασης είναι περίπου 70 λεπτά. Είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για τη Ρωσία, όπου λιμός μαστίζει τη χώρα και η πείνα θερίζει τις φτωχότερες τάξεις. Δουλειές για τους μουζίκους δεν υπάρχουν. Τα προβλήματα επιβίωσης είναι τρομερά. Βρισκόμαστε την 7η Δεκεμβρίου, μια μέρα μετά τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, και ενώ η χιονοθύελλα λυσσομανά, ένας πάμπλουτος και, το πιο βασικό, αυτοδημιούργητος –ο ίδιος άλλωστε θα το σχολιάσει αυτό πολλές φορές περιαυτολογώντας- έμπορος, ο Βασίλι Αντρέιτς Μπρεχουνόφ, προκειμένου να μη χάσει μια μοναδική οικονομική ευκαιρία, ζεύει μέσα στη νύχτα τον υπηρέτη του Νικίτα στην άμαξά του και αψηφώντας το κρύο, τη θύελλα και το χιόνι, τυλιγμένος με τη ζεστή του γούνα σε αντίθεση με τον υπηρέτη που φορούσε απλώς ένα φθαρμένο τρύπιο πολυκαιρισμένο λεπτό σακάκι, ξεκινά για το διπλανό χωριό. Στη διαδρομή, όμως, οι δυο άντρες καλούνται να αντιμετωπίσουν τη μανιασμένη χιονοθύελλα που όλο και δυναμώνει. Και δυναμώνει, και δυναμώνει κι άλλο ώσπου η κατάσταση γίνεται αφόρητη και οι δύο άντρες, εντελώς ανήμποροι πλέον να προχωρήσουν, ακινητοποιούνται μέσα στο χιόνι και την παγωνιά. Ο αφέντης προσπαθεί να γλιτώσει τον εαυτό του. Εγκαταλείπει τον υπηρέτη του και, αρκετά ξεκούραστος καθώς είναι, τρέχει να σωθεί σκεπτόμενος πόσο άδικο θα ήτανε να πεθάνει μια τέτοια νύχτα με τόσο γελοίο τρόπο αυτός ο πλούσιος με το σπίτι, το παντοπωλείο, τα καπηλειά, τα κτήματα, το μύλο, την αποθήκη. Ο Νικίτα στο μεταξύ, αδύναμος και κουρασμένος, παγωμένος και ταλαιπωρημένος, σκάβει μια λακκούβα στο χιόνι και κουρνιάζει εκεί, πίσω από το έλκηθρο, στο οποίο δεν είχε βεβαίως δικαίωμα ούτε καν να ανέβει. Και περιμένει να καλοδεχτεί είτε τον ύπνο είτε το θάνατο. Ο αφέντης τρέχει μέσα στη χιονοθύελλα, τρέχει και πέφτει μέσα στο χιόνι και η γούνα του τον βαραίνει και χάνει την πορεία του και κάνει διαρκώς κύκλους και καταλήγει μετά από πολλή ώρα ξανά πίσω στο έλκηθρο, που όμως πλέον είναι έρμαιο του δυνατού αέρα και του χιονιά, της θύελλας και των δυνάμεων της ανίκητης φύσης. Το έλκηθρο έχει αναποδογυρίσει, χιόνι το έχει σκεπάσει και μαζί έχει σκεπάσει και τον άτυχο Νικίτα. Για πρώτη φορά τότε ο αφέντης θα δει καθαρά, θα καταλάβει. Θα αντιληφθεί την πραγματική αξία των πραγμάτων και των ανθρώπων, θα νιώσει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Τρομάζει, φοβάται πως ο Νικίτα χάθηκε, έσβησε και αρχίζει να τρέμει. Είναι μόνος, τα χρήματα και τα κτήματα, τα σπίτια και τα καπηλειά δεν έχουν πια καμία σημασία. Ποτέ δεν είχαν. Τώρα το γνωρίζει. Είναι ένας ανόητος και πλέον το ξέρει. Και κλαίει. Κλαίει όπως δεν έχει κλάψει ποτέ και νιώθει ανακούφιση. Σκεπάζει με τη γούνα και το κορμί του το παγωμένο σώμα του Νικίτα για να το ζεστάνει. Και κλαίει γοερά. Για όσα δεν ήξερε, για όσα κατάλαβε, για όσα ένιωσε. Κλαίει και λυτρώνεται. Ακούει την αδύναμη καρδιά του υπηρέτη να χτυπά. Ο Νικίτα ζει. Και κλαίει κι άλλο. Πλέον ξέρει. Βλέπει καθαρά, τίποτα δε μπορεί να τον πληγώσει πια. Είναι ελεύθερος.
Μαγικό το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη. Το χιόνι και οι καπνοί που διαρκώς ξεπετάγονται από παντού, αλλά κυρίως τα πανύψηλα λευκά στοιχεία που πλαισιώνουν όλη τη δράση δημιουργούν μεγάλη ένταση, εκφράζοντας όχι μόνο την ατμόσφαιρα της νύχτας με τη χιονοθύελλα που μαίνεται ή τον άνισο αγώνα του ανθρώπου με τα ακατανίκητα στοιχεία της φύσης, αλλά συμβολίζοντας και τον ίδιο τον ψυχισμό του αφέντη, τον πάγο στην καρδιά του. Μέσα στην παγωμένη Ρωσική νύχτα μια παγωμένη καρδιά θα έρθει αντιμέτωπη με τις μεγάλες αλήθειες. Από εικαστικής πλευράς η παράσταση είναι ανεπανάληπτη. Τα φώτα, τα παγωμένα λευκά χρώματα, οι κινήσεις των ηθοποιών αλλά και οι στιγμές με τις παύσεις και την πλήρη ακινησία. Πολλές φορές τα δυο ακίνητα κορμιά, φωτισμένα μοναδικά από τον Χρήστο Τζιόγκα, αφημένα επάνω στην περιστρεφόμενη σκηνή να μετακινηθούν στο χώρο, έδιναν την εντύπωση πίνακα ζωγραφικής. Οι ήρωες αφημένοι στη μοίρα τους, αφημένοι να τους παρασύρει και να τους μετακινήσει ανεξάρτητα από τη δική τους βούληση η φύση, η μοίρα, ο Θεός. Κάθε εικόνα της παράστασης είχε διττή σημασία. Ρεαλιστική και συμβολική. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Ο σκηνοθέτης διάβασε μοναδικά το κείμενο και τις λέξεις χαρίζοντάς μας εικόνες μαγείας. Κυρίαρχος ο ρεαλισμός, με τη δράση των ηρώων, τις πράξεις, τις επιλογές, τις κινήσεις, το λόγο τους. Κυρίαρχος όμως και ο συμβολισμός. Πολυεπίπεδη η ανάγνωση της παράστασης, με ταυτόχρονη συνύπαρξη του πραγματικού, του συμβολικού, του πνευματικού. Εξαιρετικής έντασης και δύναμης η σκηνή όπου οι δυο άντρες μόνοι αρπάζουν τα λευκά υφάσματα και τα πετούν στη σκηνή, στο χώμα, στη γη. Συγκλονιστική η στιγμή όταν ο αφέντης ανακαλύπτει το έλκηθρο που έχει ανατραπεί και το χιόνι που έχει σκεπάσει τα πάντα. Όλα καταρρέουν. Η πιθανότητα για επιβίωση, η ζωή, η πίστη, όλα τα δεδομένα, η ίδια η σκηνή και το σκηνικό της παράστασης. Όλα έχουν καταστραφεί. Για να ανα-στηθούν ξανά. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών συνταράζουν και συγκινούν βαθιά. Η κίνηση, η εκφορά του λόγου, η μεγάλη ευαισθησία του Νανούρη στο ρόλο του Δούλου, οι εσωτερικές συγκρούσεις. Μια αποκάλυψη ο Δημήτρης Λιγνάδης στο ρόλο του Αφέντη με τη διαδρομή από την πληγή στην ίαση, από την άγνοια στη γνώση, από το να είναι δέσμιος του χρήματος και των υλικών αγαθών στην απελευθέρωση. Ο Λιγνάδης είναι απλά συγκλονιστικός.
Δελίνα Βασιλειάδη
There are no comments published yet.